- ἀποτυγχάνει
- ἀποτυγχάνωfail in hittingpres ind mp 2nd sgἀποτυγχάνωfail in hittingpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αβγατιστή — η και στης, ο [αβγατίζω] 1. ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο οι παίχτες αγωνίζονται στο άλμα αυξάνοντας διαδοχικά το μήκος και το ύψος τού εμποδίου 2. άλλο παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίχτες ορίζουν με κλήρο κάποιον από την ομάδα να σκύβει,… … Dictionary of Greek
αδιαμάρτητος — ἀδιαμάρτητος, ον (Α) [διαμαρτάνω] αυτός που δεν αποτυγχάνει, αλάθητος, σίγουρος … Dictionary of Greek
αλάθευτος — η, ο [λαθεύω] 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος 2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του 3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος 4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος … Dictionary of Greek
αναμπλάκητος — ἀναμπλάκητος, ον (Α) [ἀμπλακίσκω] 1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος … Dictionary of Greek
αναπότευκτος — ἀναπότευκτος, ον (Α) αυτός που δεν αποτυγχάνει στις επιδιώξεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀποτυγχάνω, από το θ. τευχ (πρβλ. μέλλ. τεύξομαι] … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… … Dictionary of Greek
χάφτω — και χάβω Ν 1. τρώω με λαιμαργία 2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα β) σφετερίζομαι με απληστία 3. φρ. α) «χάφτω μύγες» i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας 4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει… … Dictionary of Greek